θαμνῶδες

θαμνῶδες
θαμνώδης
masc/fem voc sg
θαμνώδης
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • SANDIX seu SANDYX — apud Fl. Vopisc. in Aureliano c. 29. Dicitur etiam sandix Indica talem purpuram sacere (Praestantissimam videl. quali constabat in Templo Iovis O. M. Capitolini pallium breve lanestre, ad quod collatae aliae purpurae, cineris specie decolorari… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THAMNUS — apud Plin. l. 21. c. 15. ubi de herbis sponte nascentibus, in Italia paucissimas novimus, fraga, thamnum, ruscum, murinam: et Columellam, l. 10. iam thamni sponte virescunt, genus oleris est vel herbae, quae sale condiebatur et servabatur ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγριοθύμαρο — το θαμνώδες φυτό παρόμοιο με το θυμάρι, αλλά τραχύτερο, άκαρπο και άοσμο (κν. γαϊδουροθύμαρο) …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… …   Dictionary of Greek

  • γιασεμί — Φυτό που ανήκει στην οικογένεια των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι ίασμος ο ευοσμότατος. Έχει λευκά άνθη με δυνατό άρωμα, από τα οποία βγαίνει το γιασεμόλαδο. Τα άνθη του σχηματίζουν επάκριους κορύμβους πάνω σε… …   Dictionary of Greek

  • δίψακος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι… …   Dictionary of Greek

  • δρυάς — δρυάς, ο (Μ) δάσος από βαλανιδιές, δρυμός. η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες) νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως τού δέντρου «δρύς» νεοελλ. αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά …   Dictionary of Greek

  • ερείκη — (erica). Επιστημονική ονομασία θάμνου της οικογένειας των ερεικιδών, γνωστού κυρίως με την ονομασία ρείκι. Υπάρχουν δύο κυρίως είδη ε., γνωστά με την επιστημονική ονομασία ερείκη η σακχαρώδης και ερείκη η δενδρώδης. * * * η (AM ἐρείκη και ἐρίκη)… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”